5 ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΨΙΑ

Δρ. Δημήτρης Χατζημπούγιας

Υπάρχει ένα μέλος της ομάδας θεραπόντων ιατρών σας το οποίο παίζει κρίσιμο ρόλο στη διάγνωση του καρκίνου καθώς επίσης και στις μετέπειτα ενέργειες, το οποίο πιθανώς ποτέ να μη συναντήσετε αυτοπροσώπως. Το μέλος αυτό είναι ο ιστοπαθολόγος (παθολογοανατόμος). Είναι ο γιατρός που αναλύει το ιστολογικό δείγμα που αφαιρείται κατά τη διάρκεια μιας βιοψίας, ώστε να πραγματοποιήσει τη σωστή διάγνωση.

Ακολουθούν 5 πράγματα που ενας ιστοπαθολόγος θα ήθελε κάθε ασθενής να γνωρίζει σχετικά με τη βιοψία.

1. Το μέγεθος του δείγματος και η τοποθεσία του στο σώμα έχουν σημασία.

Οι ιστοπαθολόγοι είναι εκπαιδευμένοι να αξιολογούν πολλά διαφορετικά είδη ιστού. Χρησιμοποιούν ισχυρά μικροσκόπια ώστε να εξετάζουν τα κύτταρα εντός του κάθε δείγματος ιστών.

Ορισμένες φορές, ένα δείγμα βιοψίας είναι δυνατόν να μην είναι αρκετά μεγάλο ώστε να εξεταστεί. Άλλες φορές ο ιστοπαθολόγος μπορεί να διακρίνει πως το δείγμα δεν ελήφθη από το σωστό σημείο στο σώμα. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ιστοπαθολόγος θα ζητήσει από τον γιατρό σας να επαναλάβει τη βιοψία, ώστε να μπορέσει να γίνει μια διάγνωση με βεβαιότητα και ακρίβεια.

2. Ο χρόνος που απαιτείται για την έκδοση των αποτελεσμάτων της κάθε βιοψίας διαφέρει.

Ορισμένες βιοψίες είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν στο προσωπικό ιατρείο ενός γιατρού ή σε μια εξωτερική κλινική. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται οι βιοψίες απόξεσης, οι βιοψίες κόπτουσας βελόνης, το τεστ Παπ, οι βιοψίες του τραχήλου της μήτρας, βιοψίες δέρματος κ.ο.κ.

Ύστερα απ’ αυτή τη διαδικασία, συνήθως το δείγμα που συλλέχθηκε τοποθετείται σε ένα ειδικού τύπου συντηρητικό και αποστέλλεται στο ιστοπαθολογικό εργαστήριο για εξέταση. Η ιστολογική εξέταση αποτελείται από πολλαπλά βήματα, ωστόσο ξεκινάει πάντα με τον έλεγχο του ότι το σωστό τεστ έγινε στον σωστό ασθενή. Έπειτα, ανάλογα με το είδος της εξέτασης που απαιτείται, τα επόμενα βήματα μπορεί να διαρκέσουν από μερικές ώρες ως και αρκετές μέρες.

Στην περίπτωση που ο ιστοπαθολόγος σας υποψιάζεται την ύπαρξη ορισμένων μορφών καρκίνου, όπως το λέμφωμα, μπορεί να ζητήσει να διενεργηθούν επιπρόσθετες εξετάσεις ώστε να διαφανεί ο υπότυπος του καρκίνου (ανοσοϊστοχημεία). Η διαδικασία αυτή είναι δυνατόν να διαρκέσει από 24 ως 96 επιπρόσθετες ώρες, αναλόγως με την πολυπλοκότητα του καρκίνου.

Το να περιμένει κανείς για τα αποτελέσματα μιας βιοψίας μπορεί να αποτελέσει μια εμπειρία αγωνιώδη. Ωστόσο μπορείτε να είσαστε σίγουροι πως ο ιστοπαθολόγος χρησιμοποιεί όλη την εξειδικευμένη γνώση στη διάθεση του ώστε να λάβετε μια αξιόπιστη διάγνωση.

3. Οι ιστοπαθολόγοι φροντίζουν ώστε ο ιστός που συλλέχθηκε μέσω βιοψίας χρησιμοποιείται με τον ορθότερο τρόπο ώστε να επιτευχθεί μια ακριβής διάγνωση.

Οι ιστοπαθολόγοι είναι οι υπεύθυνοι για τη διαχείριση ιστολογικών δειγμάτων και οφείλουν να επιδεικνύουν ορθή κρίση στο αντικείμενο. Τα δείγματα μας επιτρέπουν να πραγματοποιήσουμε μια ορθή διάγνωση. Ωστόσο είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσουμε και μια σειρά από άλλες εξετάσεις, όπως οι ανοσοχρώσεις (ανοσοϊστοχημεία), οι οποίες μας επιτρέπουν να εξετάσουμε που πρώτο-δημιουργήθηκε ένας όγκος. Αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για την διαχείριση του καρκίνου που προέρχεται από κάποιο άλλο σημείο του σώματος, κάτι που ονομάζεται «μετάσταση».

4. Ο ιστοπαθολόγος (παθολογοανατόμος) δύναται να χρησιμοποιήσει το δείγμα σας που προέρχεται από βιοψία ώστε να διαλευκάνει και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την θεραπεία και ανάρρωση σας. Αυτοί μπορεί ναι συμπεριλαμβάνουν:

γενετικές αλλαγές που μπορούν να καθοδηγήσουν την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας (στοχεύουσα θεραπεία) ή να προβλέψουν τις πιθανότητες ανάρρωσης σας.
Για παράδειγμα, στον καρκίνο του μαστού, οι ιστοπαθολόγοι χρησιμοποιούν ένα δείγμα βιοψίας για να εντοπίσουν ορμονικούς υποδοχείς όπως είναι οι υποδοχείς οιστρογόνου και οι υποδοχείς προγεστερόνης καθώς επίσης και οι υποδοχείς του ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα τύπου 2 (HER2).
Εντοπίζοντας χαρακτηριστικά του καρκίνου με μεγαλύτερη ακρίβεια μέσω του δείγματος, μπορούμε να διευρύνουμε τον αριθμό των ασθενών που δύνανται να επωφεληθούν από νέες, πιο στοχεύουσες θεραπείες.

Τα δείγματα βιοψίας αποθηκεύονται με ασφάλεια ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη διαχείριση μελλοντικών θεραπειών.
Ο νόμος επιβάλλει στα εργαστήρια να διατηρούν υπό ασφαλείς συνθήκες τα δείγματα για ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα.Παραδείγματος χάριν, τα κυτταρολογικά slides όπως είναι το τεστ Παπ, διατηρούνται συνήθως για τουλάχιστον 5 χρόνια. Άλλα είδη όπως τα ιστολογικά slides, διατηρούνται κατά κανόνα για 10 χρόνια ή και περισσότερο.

Τα μπλοκ παραφίνης (ένα υλικό μέσα στο οποίο γίνεται συνήθως η επεξεργασία των ιστολογικών δειγμάτων) διατηρούνται τουλάχιστον για 10 χρόνια.Με τη διατήρηση των ιστολογικών δειγμάτων για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ο ιστοπαθολόγος έχει την δυνατότητα να:

• ανατρέξει στον πρωταρχικό όγκο στην περίπτωση που ο καρκίνος ενός ασθενούς επανεμφανιστεί κάποια στιγμή στο μέλλον (υποτροπή). Μέσω αυτής της δυνατότητας, μπορούμε να καταλάβουμε αν ο αρχικός καρκινικός όγκος όντως επανεκδηλώθηκε (υποτροπίασε) ή αν πρόκειται για έναν νέο καρκίνο.

• Επίσης μπορούμε να ανατρέξουμε στα δείγματα στην περίπτωση που νέες θεραπείες βασισμένες στα γενετικά χαρακτηριστικά ενός τύπου όγκου γίνουν διαθέσιμες.

• Τέλος, σε άλλες περιπτώσεις και μόνο με τη συγκατάθεση του ασθενούς, δείγματα βιοψίας δύνανται να χρησιμοποιηθούν στην έρευνα με στόχο την ανακάλυψη νέων και πιο στοχευμένων θεραπειών.

5. Οι ιστοπαθολόγοι επιζητούν τις διαφορετικές γνώμες και το ίδιο μπορούν να κάνουν και οι ασθενείς.

Οι ιστοπαθολόγοι, κατά κανόνα, μοιράζονται όλες τις διαγνώσεις καρκίνου με τους συναδέλφους τους, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ένας ασθενής παρουσιάζει κάποιον καρκίνο με δυσκολία στη διάγνωση ή τη διαχείριση. Τα περισσότερα διαπιστευμένα εργαστήρια έχουν ως πολιτική να ζητούν και από έναν δεύτερο ιστοπαθολόγο να κάνει την γνωμάτευση καρκίνου.

Επιπρόσθετα, οι ιστοπαθολόγοι συμμετέχουν σε ογκολογικά συμβούλια. Αυτά εξυπηρετούν στον προγραμματισμό της διαχείρισης του καρκίνου, στην οποία μια ομάδα ιατρών με διαφορετικές ειδικότητες (χειρουργός, ογκολόγος, ιστοπαθολόγος, ακτινολόγος, ακτινοδιαγνωστής κτλ.) συνεργάζεται με στόχο να βρεθεί η πληρέστερη και καταλληλότερη θεραπευτική επιλογή.

Η πολυεπίπεδη αυτή πρακτική εξασφαλίζει στους ασθενής μια διάγνωση που είναι ακριβής και αναλυτική. Καθώς δε, λόγω και των προαναφερθέντων, κατανοούμε πλήρως την αξία που μπορεί να έχει μια δεύτερη γνώμη, όλα τα εργαστήρια δίνουν στους ασθενείς τη δυνατότητα να παραλάβουν τα δείγματα βιοψίας τους και να τα υποβάλλουν προς εξέταση ώστε να λάβουν μια δεύτερη γνωμάτευση από κάποιο άλλο κέντρο διαχείρισης καρκίνου στην περίπτωση που το επιθυμούν.